- εὐτελῶν
- εὐτελήςeasily paid formasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ACCUBITA seu ACCUBATIONES — Graecis ἀνακλιντήρια, quod Reclinatoria vertit Wiltainus Abbas in Cant. Cantic. c. 2. Lexico Graec. MS. Regio, definiuntur, ςτρωμναὶ μαλακαὶ εἰς ὕψος ἠρμέναι, lecti molles in altum aggesti; et Balsamoni in can. 74. Synodi Trull. ut et Iohanni… … Hofmann J. Lexicon universale
CORTINARII — qui et Cortelini, apud Pachymerem, l. 4. c. 29. videntur dicti primitus Cohortales, de quibus supra: Qui nempe Cortem seu tentorium Principis servabant et tucbantur, inter ἀτίμους ac ἀτελεῖς recensiti, Constantino, de Themat. l. 1. c. 5. et in… … Hofmann J. Lexicon universale
αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… … Dictionary of Greek
καμηλό — και καμελό, το (ακλ.) 1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας 2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό 3. ονομασία που προήλθε από το… … Dictionary of Greek
μικροκλέφτης — ο, θηλ. μικροκλέφτρα (Α μικροκλέπτης) ο κλέφτης μικρών, ευτελών και μηδαμινών πραγμάτων … Dictionary of Greek
περισχιδής — ές, Α [περισχίζω] 1. αυτός που είναι σχισμένος ή σκαλισμένος ολόγυρα 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περισχιδεῑς είδος ευτελών υποδημάτων που φορούσαν κυρίως οι δούλοι … Dictionary of Greek
προεισάγω — ΝΑ [εἰσάγω] εισάγω εκ τών προτέρων αρχ. 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον κάπου προηγουμένως («ἐπὶ τὴν χώραν τάδελφοῡ προεισαγομένου», επιγρ.) 2. (σχετικά με σύγγραμμα) παρουσιάζω ή περιγράφω αρχικά («ἐν τοῡτῳ δέ, δωδεκάτῳ τῶν παραλλήλων ὄντι βίων, τὸν τοῡ … Dictionary of Greek
ρωπίζω — Α [ῥῶπος] πιθ. είμαι έμπορος μικρών και ευτελών αντικειμένων … Dictionary of Greek
ρωποπωλώ — έω, Α [ῥωποπώλης] είμαι πωλητής μικρών και ευτελών αντικειμένων, είμαι ψιλικατζής … Dictionary of Greek
ρωποπώλης — ο / ῥωποπώλης, ΝΑ πωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + πώλης*] … Dictionary of Greek